παραστάσει

παραστάσει
παράστασις
putting aside
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
παραστάσεϊ , παράστασις
putting aside
fem dat sg (epic)
παράστασις
putting aside
fem dat sg (attic ionic)
παραστάζω
drop upon
aor subj act 3rd sg (epic)
παραστάζω
drop upon
fut ind mid 2nd sg
παραστάζω
drop upon
fut ind act 3rd sg
παραστά̱σει , παρίστημι
cause to stand
aor subj act 3rd sg (epic doric)
παραστά̱σει , παρίστημι
cause to stand
fut ind mid 2nd sg (doric)
παραστά̱σει , παρίστημι
cause to stand
fut ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… …   Dictionary of Greek

  • благоизкоусити — БЛАГОИЗКОУ|СИТИ (1*), ШОУ, СИТЬ гл. Прославить: ѥда же и телесноѣ требуѥши помощи. бл҃гоискуси. ицѣленьѥмъ помина˫а б҃а. (εὐδοκεῖ τῇ παραστάσει!) ПНЧ XIV, 151г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • θησείο — Λανθασμένη ονομασία, που όμως έχει επικρατήσει, του ναού του Ηφαίστου στην Αθήνα. Ιδρύθηκε την εποχή του Περικλή (5ος αι. π.Χ.) και αποτελεί έξοχο δείγμα του αττικού δωρικού ρυθμού. Ειδικότερα, πρόκειται για διπλό εν παραστάσει περίπτερο δωρικό… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Κέα ή Τζια — Νησί (131 τ. χλμ., 2.417 κάτ.) των Κυκλάδων, το δυτικότερο και πλησιέστερο προς την Αττική. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Κυκλάδων και πρωτεύουσά του είναι ο οικισμός Ιουλίς (701 κάτ.). Έχει σχήμα επίμηκες, σχεδόν ωοειδές, με ελαφρά νοτιοδυτική… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • Λουσοί — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας με ιερό της Άρτεμης. Βρίσκεται στη σημερινή περιοχή Καλαβρύτων (Αχαΐα), κοντά στο μικρό χωριό Λουσικό (υψόμ. 1.140 μ.). Από τα Καλάβρυτα ξεκινά δρόμος που οδηγεί μέσα από τους Άνω και Κάτω Λουσούς μέχρι το ιερό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”